- ἀρτιώνυμος
- ἀρτι-ώνῠμος, ον,A of even denomination, epith. of all even numbers, Nicom.Ar.1.8:—hence [suff] ἀρτι-ωνῠμέω, to be even, Iamb. in Nic.p.22 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρτιώνυμον — ἀρτιώνυμος of even denomination masc/fem acc sg ἀρτιώνυμος of even denomination neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek